Πολιτισμός

Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική: Από την ίδρυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204) και ως τον 18ο αι. συνεχίζεται η πλούσια ρυθμολογία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής : ο σταυροειδής με τρούλλο, ο αθωνικού τύπου (με πλάγιες κόγχες για τους χορούς των ψαλτών), ο τρίκογχος μονόχωρος αθωνικός, ο σταυρεπίστεγος μονόκλιτος και ο ξυλόστεγος μονόκλιτος. Τον 18ο αι. τα καθολικά των μονών και οι ενοριακοί ναοί ξαναβρίσκουν τον κοσμικό χαρακτήρα των πρώτων χριστιανικών χρόνων με την επιστροφή της βασιλικής, στην οποία συγχωνεύονται όλοι οι βυζαντινοί ρυθμοί. Ξυλόστεγη, τρουλλαία ή καμαροσκεπής (με εσωτερικό ημικυλιδρικό ή κρυφό τρούλλο, η βασιλική χαρακτηρίζεται από αδρή λιθοδομή ( το βυζαντινό πλινθόκλειστο χτίσιμο έχει εγκαταλειφθεί ήδη από τον 16ο αι.)και σκεπή από σχιστόπλακα. Είναι συχνά μεγάλων διαστάσεων, κυρίως εκεί που υπάρχει μεγάλη, για την εποχή, συγκέντρωση πληθυσμού και συσσώρευση πλούτου.

Έχει συνήθως ένα έως και τρία χαγιάτια, ανάμνηση των στοών της αρχαίας αγοράς, όπου εύρισκε στήριγμα και προστασία ο κοινωνικός αλλά και ο δημόσιος βίος. Τα ανοίγματα, θύρες και παράθυρα, μικρά και ευάριθμα, με δυσκολία αφήνουν να περάσει το φως, δημιουργώντας στο εσωτερικό μια κατανυκτική ατμόσφαιρα που αγγίζει το μυστήριο. Λίγες και οι διακοσμήσεις με λιθανάγλυφα, εφυαλωμένα πλακάκια ή πλακίδια από φαγεντίνη. Από το 2ο ήμισυ του 19ου αι. εμφανίζονται τα εντυπωσιακά κωδωνοστάσια, αυτόνομα, συνήθως πυργόμορφα, με προσεγμένη λιθοδομή και ποικιλόμορφα τόξα. Στην περιοχή της Βόρειας Πίνδου, υπάρχουν πάνω από 30 μοναστήρια. Από αυτά ελάχιστα είναι ενεργά. Των περισσοτέρων σώζεται μόνο το καθολικό.

Κοσμική αρχιτεκτονική: Το βασικό σχήμα των οικισμών υπαγορεύει η μορφολογία του εδάφους. Οι κατασκευές είναι απλές και καλοφτιαγμένες με υλικά από την γύρω περιοχή, πέτρα και ξύλο, προσαρμοσμένες στο χρώμα και στο σχήμα του χώρου. Μεγαλόπρεπα αρχοντικά, ενίοτε φρουριακού χαρακτήρα (μικρά ανοίγματα ή και πολεμίστρες), μετατρέπονται, τις τελευταίες δεκαετίες, σε φιλόξενα καταλύματα. Αναρίθμητα τα κτίσματα της πανάρχαιης ξερολιθικής τεχνικής ( λιθοδομής χωρίς συνδετικό) : Στέγες, αναβαθμίδες, διαχωριστικοί τοίχοι, ξωκλήσια, καλύβια, στάνες, καλντερίμια κλπ. Σημειωτέον ότι τα ίδια συνεργεία μαστόρων από την περιοχή της Κόνιτσας (Μαστοροχώρια), των Τζουμέρκων και του Βοϊου χτίζουν, χωρίς αρχιτεκτονικά σχέδια και στατικές μελέτες, εκκλησίες, γεφύρια, σπίτια κλπ. με απίστευτη χρονική διάρκεια, θαυμαστή λειτουργικότητα και εξαιρετική αισθητική.

Οδικό δίκτυο και γεφύρια: Το σύγχρονο ασφαλτοστρωμένο οδικό δίκτυο επιτρέπει την ασφαλή και άνετη πρόσβαση στους οικισμούς της περιοχής, συνεχίζοντας την μακριά παράδοση του παλιού οδικού δικτύου, με τα μονοπάτια, τις σκάλες και τα αναρίθμητα πέτρινα γεφύρια. Μονότοξα, δίτοξα, τρίτοξα, αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης των μαστόρων, με τα παρακείμενα εικονοστάσια, τους νερόμυλους και τα ερειπωμένα χάνια, στέκονται αδιάψευστοι μάρτυρες της ιστορίας του τόπου. Η χρήση των ηπειρώτικων οδών συντόμευε ορισμένα δρομολόγια και παρείχε την δυνατότητα σε ταξιδιώτες και σε μεταφορείς εμπορευμάτων να αποφεύγουν τις παράκτιες διαδρομές που από τον 17ο ως τον 19ο αι. ενείχαν υψηλότερο βαθμό κινδύνου από τις χερσαίες.

Όσο για το αυστηρά τοπικό δίκτυο διευκόλυνε τους κατοίκους στις μετακινήσεις τους προς τα γειτονικά χωριά, αλλά και προς τα κτήματά τους, που συχνά απείχαν 1 και 2 ή περισσότερα χιλιόμετρα από το χωριό. Από αυτούς τους δρόμους, με τις απότομες κλίσεις, χωρούσε ίσα-ίσα να περάσει ένα μουλάρι φορτωμένο, από όπου και η ονομασία : μονοπάτια.

Τρόπος και χρόνος κατασκευής των γεφυριών: Η κατάλληλη εποχή για το χτίσιμο ενός γεφυριού ήταν από τον Αύγουστο και μετά. Τότε μπορούσαν να θεμελιώσουν το γεφύρι με περισσότερη ασφάλεια γιατί το νερό του ποταμού ήταν λιγότερο. Η κατασκευή ξεκινούσε με το στήσιμο της σκαλωσιάς. Η πρώτη ύλη ήταν, βέβαια, η πέτρα και συγκεκριμένα ο σχιστόλιθος, τον οποίο η περιοχή διαθέτει σε αφθονία. Την εξόρυξη της πέτρας αναλάμβαναν οι νταμαρτζήδες δηλ. οι μαστόροι που γνώριζαν πού πρέπει να τοποθετηθούν οι σφήνες, για να αφαιρεθούν οι πέτρινοι όγκοι, οι οποίοι στην συνέχεια τεμαχίζονταν σε μικρότερα κομμάτια για να μεταφερθούν κατόπιν στον τόπο που θα χτιζόταν το γεφύρι. Εκεί, ερχόταν η σειρά των ειδικών στο πελέκημα της πέτρας. Μια – μια οι πέτρες δουλεύονταν με υπομονή και μεγάλη προσοχή, αφού από την τοποθέτηση και το πελέκημα της μιας εξαρτιόταν το πελέκημα της επόμενης. Το χτίσιμο γινόταν συγχρόνως και από τις δυο μεριές για να φτάσουν στην κορυφή όπου τοποθετούσαν τις πέτρες κλειδιά που εξασφάλιζαν και την στατική ισορροπία του οικοδομήματος. Η συνδετική ύλη, το λεγόμενο κουρασάνι, περιείχε ασβέστη, άμμο, νερό, τριμμένο κεραμίδι και πολλές φορές τραγόμαλο και ασπράδια από αυγά. Το οδόστρωμα του γεφυριού ήταν στενό, γύρω στα 2 μ. πλάτος, ακολουθούσε την καμπυλωτή γραμμή του τόξου και ήταν στρωμένο με καλντερίμι. Όταν το ανέβασμα ήταν απότομο, διαμορφωνόταν σε πλατύσκαλα με ελαφρά κλίση για να μην γλιστράει. Για την προστασία των διερχομένων, άλλα γεφύρια διέθεταν στηθαίο και άλλα αρκάδες, δηλ. σειρά από κατακόρυφες πέτρες τοποθετημένες σε ίσα διαστήματα.
Ανακουφιστικά τόξα και κόγχες έκαναν την κατασκευή ανθεκτικότερη καθώς κατηύθυναν τα νερά του ποταμού σε περίπτωση υπερχείλισης.

Χιονιαδίτες ζωγράφοι: Τόπος καταγωγής τους ήταν το χωριό Χιονιάδες της περιοχής της Κόνιτσας, που πήρε το όνομά του από το είδος του εμπορίου που διεξήγαν οι κάτοικοί του. Πουλούσαν χιόνι στους εύπορους Έλληνες και Τούρκους της Ηπείρου και στην Κέρκυρα για την ψύξη των ποτών. Δείγματα της τέχνης τους, κοσμικής και λατρευτικής, συναντούμε, εξακριβωμένα, σε 101 χωριά του Ζαγορίου και του Πηλίου κυρίως, αλλά και της ʼρτας, της Πρέβεζας, της Μακεδονίας και της σημερινής Αλβανίας. Στην λατρευτική ζωγραφική τους, σημαντική είναι η επίδραση των εργαστηρίων του Αγίου Όρους, στα οποία συχνά μαθητεύουν και της ρωσικής εκκλησιαστικής χαρακτικής (χαλκογραφίες, λιθογραφίες). Την κοσμική ζωγραφική τους χαρακτηρίζει πλούσια θεματολογία : νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες, ιστορικές σκηνές, τοπία, διακοσμητικές συνθέσεις, που φαίνεται να έχουν για πρότυπο συγκεκριμένα χαρακτικά που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή (19ος αι.) στον ελλαδικό χώρο.

Οι επιδράσεις που δέχονται ξεκινούν από την βυζαντινή αγιογραφία για να καταλήξουν, μέσα από το μπαρόκ και το ροκοκό, στον νεοκλασικισμό. Ακολουθώντας την συνήθεια της εποχής οι Χιονιαδίτες ζωγραφίζουν, εκτός από τοίχους ναών και οικιών, και έπιπλα, κυρίως κασέλες.

Οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι: Το Καπέσοβο είναι ένας χαρακτηριστικός οικισμός του Κεντρικού Ζαγορίου. Διαθέτει οπτική επικοινωνία, ασφάλεια, προσανατολισμό, θέα, βοσκή και νερό. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο. Χάρη στο τελευταίο το χωριό έφτασε σε μεγάλη ακμή και απέκτησε μεγάλη πολιτική ισχύ κυρίως επί Αλί Πασά. Μέσα σε αυτές τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες αναπτύχθηκε μια ομάδα ζωγράφων, συγγενών μεταξύ τους ως επί το πλείστον, με μεγάλη δράση σε ολόκληρο τον νομό Ιωαννίνων και στην περιοχή της Σιάτιστας, από το 1742 ( πρώτη γνωστή αγιογράφηση στον Προφήτη Ηλία Σιάτιστας) ως το 1841 ( τελευταία αγιογράφηση στο καθολικό της Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου στους Κήπους Ζαγορίου). Κυριαρχούν τρεις μεγάλες οικογένειες :
Α) Ο Αναστάσιος και οι γιοι του Ιωάννης και Γεώργιος. Από το 1743 ως το 1765 αγιογραφούν 7 ναούς και πολλές φορητές εικόνες.
Β) Ο Αθανάσιος μοναχός και οι γιοι του Ιωάννης, ιερέας και Γεώργιος, οικονόμος. Οι γιοι του Ιωάννη : Αναστάσιος Αναγνώστης, Κωνσταντίνος και Αθανάσιος και ο εγγονός του από τον Αναστάσιο Αναγνώστη, Ιωάννης. Οι γιοι του Γεωργίου : Κωνσταντίνος, Αναστάσιος Αναγνώστης και Σπυρίδων και ο εγγονός του, από τον Αναστάσιο Αναγνώστη, Γεώργιος. Από το 1761 ως το 1837 αγιογραφούν 11 ναούς, φορητές εικόνες και χρυσώνουν τέμπλα.
Γ) Ο Νικόλαος, γιος του Ιωάννη και πιθανώς ο Νικόλαος Αναγνώστης αγιογραφούν ένα ναό από το 1730 ως το 1818.
Οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι είναι επαγγελματίες, δεν ασχολούνται δηλ. με άλλες εργασίες (γεωργία κλπ.) κατά την διάρκεια του χειμώνα. Η άσκηση του επαγγέλματος, τα διαδοχικά στάδια μαθητείας, οι ευθύνες κατά την παραγωγική διαδικασία διέπονται από κανόνες και επαγγελματική συνείδηση.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα των Καπεσοβιτών είναι λιτό και συγκροτημένο. Ως το τέλος του 18ου αι. οι βασικοί εικονογραφικοί κύκλοι παραμένουν. Εμφανίζονται κάποια δυτικά δάνεια, στην αρχή αφομοιωμένα από το σύνολο του έργου, ρηξικέλευθα στην συνέχεια.
Παράδειγμα ο Ι.Ν. της Αρίστης, όπου, κατά τον Δημήτριο Κωνστάντιο, αρχαιολόγο, Διευθυντή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών : «΄Ένα νέο πνεύμα κυριαρχεί πια στο εσωτερικό του ναού, με κυρίαρχη την μπαρόκ διακόσμηση και τις παραστάσεις ως απλά αυτόνομα θρησκευτικά θέματα», Καπεσοβίτες Ζωγράφοι, εκδ. Πολιτιστικού Συλλόγου Καπεσόβου «Ο Αλέξης Νούτσος», 2003.Λιτές συνθέσεις, φυσικό τοπίο, βραχώδες ή με ελάχιστη βλάστηση, πλούσιο αρχιτεκτονικό τοπίο, μορφές στιβαρές, επιμήκεις με καλές, ως επί το πλείστον, αναλογίες. Πλούσια χρωματική κλίμακα γεμάτη στιλπνότητα και ζωηράδα.

Αγιογραφία: Ως τον 17ο αι. κυριαρχεί η επίδραση της λεγόμενης Θηβαϊκής Σχολής ή Σχολής των Ιωαννίνων, μιας τοπικής ρωμαλέας παράδοσης με κύριο χαρακτηριστικό το συγκροτημένο πρόγραμμα και το υψηλό ύφος. Από τον 17ο αι. δημιουργείται μια αγροτικής προελεύσεως τάση, γεμάτη ρεαλισμό και απλότητα, με πρώτους εκπροσώπους τους ζωγράφους από το Λινοτόπι και την Γράμμουστα της Μακεδονίας. Ακολουθούν, στον 18ο αι., τα συνεργεία από το Καπέσοβο Ζαγορίου και, στον 19ο αι. αυτά των Χιονιάδων Κονίτσης, με κύρια χαρακτηριστικά τις δυτικές επιρροές και τα έντονα χρώματα (Καπεσοβίτες) ή τις παστέλ αποχρώσεις ( Χιονιαδίτες). Κοσμικότερες, οι δημιουργίες των συνεργείων της Σαμαρίνας που απεικονίζουν τους Αγίους με φουστανέλες και ροδαλά μάγουλα.

Ζωγραφική: Τα συνεργεία των καλλιτεχνών ασκούν αδιακρίτως την αγιογραφία και την κοσμική ζωγραφική και γεμίζουν με τοιχογραφίες ποικίλων θεμάτων εσωτερικά αρχοντικών, ενώ διακοσμούν τζάκια, μπαούλα και άλλα αντικείμενα με δυτικότροπα θέματα και μοτίβα.

Ξυλογλυπτική: Εκκλησιαστική και κοσμική ξυλογλυπτική αναπτύχθηκε σε όλη την περιοχή με κυρίαρχους τους ταγιαδόρους από το Μετσόβου και το Τούρνοβο Κόνιτσας.

Υφαντική: Από τον 17ο αι. η οικιακή υφαντική χειροτεχνία των κτηνοτρόφων της Πίνδου, που ασκούσαν αποκλειστικά οι γυναίκες, οργανώθηκε σε συστηματική δραστηριότητα με σημαντικές εξαγωγές. Στο τέλος του 18ου αι. το ύφασμα (κιλίμια, μαξιλάρια, παραπετάσματα κλπ.) θα αποτελέσει σημείο κοινωνικής και οικονομικής ανόδου των κατοίκων της περιοχής. Σήμερα παραδοσιακά υφαντά μπορούμε να βρούμε τόσο στο Μέτσοβο όσο και στο Μονοδένδρι.

Οικοτουρισμός: Οι κατεξοχήν οικοτουριστικές δραστηριότητες είναι η παρατήρηση ειδών χλωρίδας και πανίδας.

Εκδηλώσεις: Εκτός από την φωτογραφική έκθεση στην Κόνιτσα και τον Εκθεσιακό χώρο του Ριζαρείου Ιδρύματος στο Μονοδένδρι, τα οποία λειτουργούν όλο το χρόνο (εικαστικά, σεμινάρια, συνέδρια, θέατρο, μουσική), οι περισσότερες εκδηλώσεις πραγματοποιούνται κατά την θερινή περίοδο, με κυρίαρχο είδος τα πανηγύρια. Κάθε καλοκαίρι πλήθος πανηγυριστών-προσκυνητών, πιστών στην θρησκευτική και μουσικοχορευτική παράδοση, έρχονται στα χωριά του Εθνικού Πάρκου για να γιορτάσουν την μνήμη του Προφήτη Ηλία (20/7), της Αγίας Παρασκευής (26/7), την Μεταμόρφωση του Σωτήρος (6/8), την Κοίμηση της Θεοτόκου (15 /8) κ.ά. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ανταμώματα, όπως αυτά των Βλάχων και των Σαρακατσαναίων καθώς και η ετήσια Πανελλήνια Γιορτή Μανιταριού στα Γρεβενά.

Αθλητικός ορεινός τουρισμός: Προσφέρονται πολλές δυνατότητες και εναλλακτικές αρκεί να υπάρχει καλή φυσική κατάσταση και ειδικές γνώσεις. Μοναδική προϋπόθεση ο σεβασμός της περιοχής όπου θα ασκηθεί η κάθε δραστηριότητα.

Τα είδη αθλητικού τουρισμού:

  • Ορειβασία δυνατή σε όλα τα βουνά
  • Ορεινή πεζοπορία σε μεγάλο υψόμετρο το καλοκαίρι, σε χαμηλό, όλο τον χρόνο πάνω στα παλιά μονοπάτια με τα πολιτισμικά μνημεία και τα τοπία ιδιαίτερου κάλλους.
  • Ορειβατική χιονοδρομία έξω από τεχνικές πίστες.
  • Χιονοδρομία στα χιονοδρομικά κέντρα της Βασιλίτσας και του Μετσόβου.
  • Αναρρίχηση, στην Αστράκα και στην ορθοπλαγιά της Γκαμήλας.
  • Διάπλους με καγιάκ και ράφτιγκ στους Αώο, Βοϊδομάτη.
  • Ορειβατικό ποδήλατο.
  • Ιππασία στους λιγοστούς κάμπους.
  • Αλεξίπτωτο πλαγιάς και αιωροπτερισμός στον Προφήτη Ηλία Κόνιτσας, στους Λιγγιάδες και στους Ασπραγγέλους Ζαγορίου.